Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καπνοσύριγγα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
καπνοσύριγγ
α
οι
καπνοσύριγγ
ες
γενική
της
καπνοσύριγγ
ας
των
καπνοσυρίγγ
ων
αιτιατική
την
καπνοσύριγγ
α
τις
καπνοσύριγγ
ες
κλητική
καπνοσύριγγ
α
καπνοσύριγγ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καπνοσύριγγα
<
καπνός
+
σύριγγα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καπνοσύριγγα
θηλυκό
η
πίπα
το
μαρκούτσι
του
ναργιλέ
Δείτε επίσης
επεξεργασία
κανποσύριγξ
(στην
καθαρεύουσα
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καπνοσύριγγα