καπελού
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.peˈlu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐πε‐λού
Ουσιαστικό επεξεργασία
καπελού θηλυκό
- (παρωχημένο, επάγγελμα) θηλυκό του καπελάς: γυναίκα που πουλάει ή επιδιορθώνει καπέλα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καπέλο
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε καπελάς
καπελού
|