καντράν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καντράν < (άμεσο δάνειο) γαλλική cadran < λατινική quadrans < quattuor < πρωτοϊταλική *kʷettwōr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷetwṓr < *kʷetwóres
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαντράν ουδέτερο άκλιτο
- επιφάνεια με διάφορες ενδείξεις, πίνακας με διάφορες όργανα μέτρησης (π.χ. δίπλα στο τιμόνι κάποιου οχήματος)
- τοξόβαθμο· το κοινό τοξοειδώς βαθμονομημένο καντράν
- ο δίσκος ή πίνακας (πληκτρολόγιο) με τους αριθμούς πραγματοποίησης κλήσης σε κάποια τηλεφωνική συσκευή