Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κανοΐστας οι κανοΐστες
      γενική του κανοΐστα των κανοϊστών
    αιτιατική τον κανοΐστα τους κανοΐστες
     κλητική κανοΐστα κανοΐστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
κανοΐστας σε ποτάμι

  Ετυμολογία επεξεργασία

κανοΐστας < κανό + -ίστας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κανοΐστας αρσενικό

  • (αθλητισμός) ο αθλητής τού κανό
    Ο 37χρονος κανοΐστας, έπειτα από παρέμβαση -την τελευταία στιγμή- της ελληνικής πρεσβείας στην Πολωνία κέρδισε μία ακόμη ημέρα και δεν αποσυνδέθηκε από τα μηχανήματα υποστήριξης, όπως είχε αποφασίσει συμβούλιο των γιατρών στο νοσοκομείο του Μπίντγκος. (* ert.gr)

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη κανό

  Μεταφράσεις επεξεργασία