κανθύλη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κανθύλη | αἱ | κανθύλαι |
γενική | τῆς | κανθύλης | τῶν | κανθυλῶν |
δοτική | τῇ | κανθύλῃ | ταῖς | κανθύλαις |
αιτιατική | τὴν | κανθύλην | τὰς | κανθύλᾱς |
κλητική ὦ! | κανθύλη | κανθύλαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κανθύλᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κανθύλαιν | ||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κανθύλη ήδη τον 6ο/5ο αιώνα πκε στον Αισχύλο < προελληνική ς προέλευσης, όπως δείχνει η κατάληξη -υλ στο θέμα της λέξης. Η λέξη δεν προέρχεται από τις λέξεις κάνθων, κανθήλιος.[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακανθύλη, -ης θηλυκό
- (σπάνιο) πρήξιμο, οίδημα
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Απόσπασμα 220 @archive.org
- κανθύλας
- ※ ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Κ
- <κανθύλας> τὰς ἀνοιδήσεις. Αἰσχύλος Σαλαμινίαις (fr. 220)
- ≈ συνώνυμα: κονθηλαί
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Απόσπασμα 220 @archive.org
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κανθύλη σελ. 636 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- κανθύλη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.