Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κανθύλη αἱ κανθύλαι
      γενική τῆς κανθύλης τῶν κανθυλῶν
      δοτική τῇ κανθύλ ταῖς κανθύλαις
    αιτιατική τὴν κανθύλην τὰς κανθύλᾱς
     κλητική ! κανθύλη κανθύλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κανθύλ
γεν-δοτ τοῖν  κανθύλαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κανθύλη ήδη τον 6ο/5ο αιώνα πκε στον Αισχύλο < προελληνική ς προέλευσης, όπως δείχνει η κατάληξη -υλ στο θέμα της λέξης. Η λέξη δεν προέρχεται από τις λέξεις κάνθων, κανθήλιος.[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κανθύλη, -ης θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. κανθύλη σελ. 636 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

  Πηγές επεξεργασία