καναλάρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καναλάρα | οι | καναλάρες |
γενική | της | καναλάρας | — | |
αιτιατική | την | καναλάρα | τις | καναλάρες |
κλητική | καναλάρα | καναλάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καναλάρα < κανάλ(ο) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
καναλάρα θηλυκό
- (προφορικό, ειρωνικά) μεγάλο, ισχυρό τηλεοπτικό κανάλι
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το μεγεθυντικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κανάλι
καναλάρα
|