Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καμπύλωση οι καμπυλώσεις
      γενική της καμπύλωσης* των καμπυλώσεων
    αιτιατική την καμπύλωση τις καμπυλώσεις
     κλητική καμπύλωση καμπυλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καμπυλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καμπύλωση < καμπυλώνω + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καμπύλωση θηλυκό

  1. η μετατροπή ενός ίσιου ή επίπεδου αντικειμένου σε καμπύλο, η απόκτηση καμπυλότητας
    η καμπύλωση του χωροχρόνου υπό την επίδραση ενός πεδίου βαρύτητας

  Μεταφράσεις επεξεργασία