καμινετάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καμινετάκι | τα | καμινετάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | καμινετάκι | τα | καμινετάκια |
κλητική | καμινετάκι | καμινετάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καμινετάκι < καμινέτο + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
καμινετάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του καμινέτο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καμίνι
Μεταφράσεις επεξεργασία
καμινετάκι
|