καμίσιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | καμίσιον | τὰ | καμίσιᾰ |
γενική | τοῦ | καμισίου | τῶν | καμισίων |
δοτική | τῷ | καμισίῳ | τοῖς | καμισίοις |
αιτιατική | τὸ | καμίσιον | τὰ | καμίσιᾰ |
κλητική ὦ! | καμίσιον | καμίσιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καμισίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καμισίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καμίσιον < (άμεσο δάνειο) μεσαιωνική λατινική camisia
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαμίσιον ουδέτερο (όψιμη ελληνιστική κοινή)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- καμίσιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.