καλλουργιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καλλουργιά | οι | καλλουργιές |
γενική | της | καλλουργιάς | των | καλλουργιών |
αιτιατική | την | καλλουργιά | τις | καλλουργιές |
κλητική | καλλουργιά | καλλουργιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλλουργιά < καλλιεργώ
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλλουργιά θηλυκό
- καλλιέργεια, χωράφι καλλιεργημένο κατάλληλο για σπορά