Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καλαμόσπιτο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
καλαμόσπιτ
ο
τα
καλαμόσπιτ
α
γενική
του
καλαμόσπιτ
ου
των
καλαμόσπιτ
ων
αιτιατική
το
καλαμόσπιτ
ο
τα
καλαμόσπιτ
α
κλητική
καλαμόσπιτ
ο
καλαμόσπιτ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καλαμόσπιτο
<
καλάμι
+
-ο-
+
σπίτι
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καλαμόσπιτο
ουδέτερο
σπίτι
φτιαγμένο
από
καλάμια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καλαμόσπιτο