καλαβρέζικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | καλαβρέζικα | ||
γενική | των | καλαβρέζικων | ||
αιτιατική | τα | καλαβρέζικα | ||
κλητική | καλαβρέζικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καλαβρέζικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καλαβρέζικος στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλαβρέζικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλαβρέζικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακαλαβρέζικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καλαβρέζικος