κακοχυμία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κακοχυμία < ελληνιστική κοινή κακοχυμία < αρχαία ελληνική κακόχυμος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακακοχυμία θηλυκό
- (ιατρική) η κακή κατάσταση των «χυμών» ενός οργανισμού και η συνακόλουθη ασθένεια που προκαλείται
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κακοχυμία
|