κακοστομαχιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κακοστομαχιά | οι | κακοστομαχιές |
γενική | της | κακοστομαχιάς | των | κακοστομαχιών |
αιτιατική | την | κακοστομαχιά | τις | κακοστομαχιές |
κλητική | κακοστομαχιά | κακοστομαχιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κακοστομαχιά < ελληνιστική κοινή κακοστομαχία < κακοστόμαχος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακακοστομαχιά θηλυκό
- η ιδιότητα ή η κατάσταση του κακοστόμαχου
Μεταφράσεις
επεξεργασία κακοστομαχιά
|