κακοκλεψία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
/?/
Ετυμολογία el επεξεργασία
κακοκλεψία < κακο- + κλέψιμο + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
η κακοκλεψία (el) θηλυκό
- το να «κλέβει» άνδρας γυναίκα (συνήθως με σκοπό τον γάμο) χωρίς την συναίνεσή της (πχ. έθιμο Κιργιζίας) ή όταν είναι ανήλικη χωρίς την συναίνεση των γονέων της