κακοκεφαλιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κακοκεφαλιά | οι | κακοκεφαλιές |
γενική | της | κακοκεφαλιάς | των | κακοκεφαλιών |
αιτιατική | την | κακοκεφαλιά | τις | κακοκεφαλιές |
κλητική | κακοκεφαλιά | κακοκεφαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κακοκεφαλιά < κακοκέφαλ(ος) -ιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
κακοκεφαλιά θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
κακοκεφαλιά
|