κακοκαιριά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κακοκαιριά | οι | κακοκαιριές |
γενική | της | κακοκαιριάς | των | κακοκαιριών |
αιτιατική | την | κακοκαιριά | τις | κακοκαιριές |
κλητική | κακοκαιριά | κακοκαιριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κακοκαιριά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κακοκαιριά θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
κακοκαιριά
|