καθιδρυτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καθιδρυτής < καθιδρύ(ω) + -τής
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.θi.ðɾiˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θι‐δρυ‐τής
Ουσιαστικό επεξεργασία
καθιδρυτής αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
καθιδρυτής
→ δείτε τη λέξη ιδρυτής |