καθαρολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθαρολογία < καθαρολόγος + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαθαρολογία θηλυκό
- η χρησιμοποίηση της καθαρεύουσας (γραπτώς ή προφορικώς)
Μεταφράσεις
επεξεργασία καθαρολογία
|
καθαρολογία θηλυκό
|