↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κέλης οἱ κέλητες
      γενική τοῦ κέλητος τῶν κελήτων
      δοτική τῷ κέλητ τοῖς κέλησ(ν)
    αιτιατική τὸν κέλητ τοὺς κέλητᾰς
     κλητική ! κέλης κέλητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κέλητε
γεν-δοτ τοῖν  κελήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κέλης < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κέλης, -ητος αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) άλογο ιππασίας, γρήγορο άλογο, κέλητας
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 371 (370-372) Μετάφραση (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek-language.gr
    ὣς τῆς δούρατα μακρὰ διεσκέδασ’. αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
    ἀμφ’ ἑνὶ δούρατι βαῖνε, κέληθ’ ὡς ἵππον ἐλαύνων,
    εἵματα δ᾽ ἐξαπέδυνε, τά οἱ πόρε δῖα Καλυψώ.
    έτσι σκορπίστηκαν και τα μακριά μαδέρια. Κι όμως ο Οδυσσέας
    κρατήθηκε σ' έναν κορμό, τον καβαλίκεψε, λες κι ήταν άλογο της κούρσας,
    πέταξε από πάνω του τα ρούχα, εκείνα που του φόρεσε η θεία Καλυψώ.
  2. (ναυτικός όρος) ταχύπλοο πλοιάριο