• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κάσωμα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συνώνυμα
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κάσωμα τα κασώματα
      γενική του κασώματος των κασωμάτων
    αιτιατική το κάσωμα τα κασώματα
     κλητική κάσωμα κασώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κάσωμα < κάσ(α) + -ωμα

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈka.so.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐σω‐μα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάσωμα ουδέτερο

  • κάσα, η βάση στην οποία στηρίζεται η πόρτα ή το παράθυρο

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • τετράξυλο

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    κάσωμα
  • → δείτε τη λέξη κάσα
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κάσωμα&oldid=5394820"
Τελευταία επεξεργασία στις 5 Ιανουαρίου 2022, στις 15:30

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 5 Ιανουαρίου 2022, στις 15:30.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας