↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κάπουλο τα κάπουλα
      γενική του κάπουλου των κάπουλων
    αιτιατική το κάπουλο τα κάπουλα
     κλητική κάπουλο κάπουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κάπουλο < → δείτε τη λέξη καπούλι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈka.pu.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κά‐που‐λο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάπουλο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία