Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιχνολογία οι ιχνολογίες
      γενική της ιχνολογίας των ιχνολογιών
    αιτιατική την ιχνολογία τις ιχνολογίες
     κλητική ιχνολογία ιχνολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιχνολογία < ίχνο(ς) + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιχνολογία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία