↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιστοσυμβατότητα οι ιστοσυμβατότητες
      γενική της ιστοσυμβατότητας των ιστοσυμβατοτήτων
    αιτιατική την ιστοσυμβατότητα τις ιστοσυμβατότητες
     κλητική ιστοσυμβατότητα ιστοσυμβατότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιστοσυμβατότητα (νεολογισμός) < ιστός + συμβατός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ιστοσυμβατότητα θηλυκό

  1. (γενετική, νεολογισμός) τα στατιστικά χαρακτηριστικά των πολυμορφικών αλλίων ατόμου
  2. (ιατρική, νεολογισμός) το κατά πόσο μοιάζουν οι ιστοί δύο ατόμων, ώστε ο ένας να μπορεί να γίνει δότης ιστών για τον άλλο

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • έντονη πολυμορφική διαφοροποίηση του DNA απ' τον μέσο αριθμό ομόλογων επαναλήψεων του γενικού πληθυσμού (αριθμός επαναλήψεων φράσεων DNA || short tandem repeat analysis [STR])) αυξάνει την πιθανότητα ψυχικής νόσου και σχιζοφρένειας (Robert Sapolsky)[1]

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία