ιπποφάγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιπποφάγος < ελληνιστική κοινή ἱπποφάγοι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιπποφάγος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιπποφάγος
|
ιπποφάγος αρσενικό ή θηλυκό
|