Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ιπποφάγος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ιπποφάγ
ος
οι
ιπποφάγ
οι
γενική
του
ιπποφάγ
ου
των
ιπποφάγ
ων
αιτιατική
τον
ιπποφάγ
ο
τους
ιπποφάγ
ους
κλητική
ιπποφάγ
ε
ιπποφάγ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ιπποφάγος
<
ελληνιστική κοινή
ἱπποφάγοι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ιπποφάγος
αρσενικό ή θηλυκό
που
τρώει
κρέας
ίππου
/
αλόγου
Συγγενικά
επεξεργασία
ιπποφαγία
→
δείτε
τις λέξεις
ίππος
και
τρώω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιπποφάγος