ιντιβιντουαλισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιντιβιντουαλισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική individualisme [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιντιβιντουαλισμός αρσενικό
- συνώνυμο του ατομικισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιντιβιντουαλισμός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)