Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιντερνετάκιας οι ιντερνετάκηδες
      γενική του ιντερνετάκια των ιντερνετάκηδων
    αιτιατική τον ιντερνετάκια τους ιντερνετάκηδες
     κλητική ιντερνετάκια ιντερνετάκηδες
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιντερνετάκιας < ίντερνετ + -άκιας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιντερνετάκιας αρσενικό

  1. (νεολογισμός, οικείο) χαρακτηρισμός ατόμου που ασχολείται υπερβολικά με το ίντερνετ
  2. (κατ’ επέκταση) χαρακτηρισμός ατόμου που θεωρούμε ότι γνωρίζει αρκετά για το διαδίκτυο

  Μεταφράσεις επεξεργασία