ινοσανίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ινοσανίδα (νεολογισμός) < ίνα + -ο- + σανίδα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαινοσανίδα θηλυκό
- (οικοδομική, νεολογισμός) σανίδα που αποτελείται από (συμπιεσμένες) ίνες ξύλου ή και άλλα υλικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία ινοσανίδα
|
Πηγές
επεξεργασία- ινοσανίδα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ινοσανίδα - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr