Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ινδόχοιρος οι ινδόχοιροι
      γενική του ινδόχοιρου των ινδόχοιρων
    αιτιατική τον ινδόχοιρο τους ινδόχοιρους
     κλητική ινδόχοιρε ινδόχοιροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
σκίτσο ινδόχοιρου

  Ετυμολογία επεξεργασία

ινδόχοιρος < Iνδ(ία) + -ό- + χοίρος < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική cochon d'Inde[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ινδόχοιρος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία