Δείτε επίσης: ἱεροφάντης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιεροφάντης οι ιεροφάντες
      γενική του ιεροφάντη των ιεροφαντών
    αιτιατική τον ιεροφάντη τους ιεροφάντες
     κλητική ιεροφάντη ιεροφάντες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιεροφάντης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἱεροφάντης[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.e.ɾoˈfan.dis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐ε‐ρο‐φά‐ντης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ιεροφάντης αρσενικό (θηλυκό ιεροφάντιδα ή ιεροφάντισσα)

  • ανώτατος θρησκευτικός άρχοντας στην αρχαία Ελλάδα· στη λατρεία των Ελευσινίων μυστηρίων, ήταν ο ιερατικός άρχοντας που ανήκε πάντα στο γένος των Ευμολπιδών

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία