ιεροφάντισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιεροφάντισσα < ιεροφάντης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιεροφάντισσα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη ιεροφάντης
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιεροφάντισσα
|
ιεροφάντισσα θηλυκό
|