ιβηρίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ιβηρίδα | οι | ιβηρίδες |
γενική | της | ιβηρίδας | των | ιβηρίδων |
αιτιατική | την | ιβηρίδα | τις | ιβηρίδες |
κλητική | ιβηρίδα | ιβηρίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιβηρίδα < ελληνιστική κοινή ἰβηρίς
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιβηρίδα θηλυκό
- (φυτό) φυτό της οικογένειας κραμβοειδή (Brassicaceae), που καλλιεργείται για καλλωπιστικούς και φαρμακευτικούς λόγους