Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θυρεοειδίτιδα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
θυρεοειδίτιδ
α
οι
θυρεοειδίτιδ
ες
γενική
της
θυρεοειδίτιδ
ας
των
θυρεοειδίτιδ
ων
αιτιατική
τη
θυρεοειδίτιδ
α
τις
θυρεοειδίτιδ
ες
κλητική
θυρεοειδίτιδ
α
θυρεοειδίτιδ
ες
Κατηγορία
όπως «
αρθρίτιδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
θυρεοειδίτιδα
<
θυρεοειδής
(
αδένας
) +
-ίτιδα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
θυρεοειδίτιδα
θηλυκό
(
ιατρική
)
φλεγμονή
του θυρεοειδούς αδένα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θυρεοειδίτιδα