θρομβοπάθεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαθρομβοπάθεια θηλυκό
- (ιατρική) πρόβλημα στο σύστημα πήξης του αίματος (τις ιδιότητες των αιμοπεταλίων)
Μεταφράσεις
επεξεργασία θρομβοπάθεια
θρομβοπάθεια θηλυκό