θριάμβευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θριάμβευση | οι | θριαμβεύσεις |
γενική | της | θριάμβευσης* | των | θριαμβεύσεων |
αιτιατική | τη | θριάμβευση | τις | θριαμβεύσεις |
κλητική | θριάμβευση | θριαμβεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, θριαμβεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαθριάμβευση θηλυκό
- το αποτέλεσμα του θριαμβεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία θριάμβευση
|