θρακομακεδόνας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θɾa.ko.ma.ceˈðo.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θρα‐κο‐μα‐κε‐δό‐νας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθρακομακεδόνας αρσενικό (θηλυκό θρακομακεδόνισσα)
- (σε επιθετική λειτουργία) ο Θρακομακεδόνας
- ⮡ Ένας θρακομακεδόνας γείτονάς μου, έχει ανοίξει μια ταβέρνα.
- ⮡ Μα έκανα λάθος, δεν είναι Θρακομακεδόνας, είναι Ηπειρώτης.
Συγγενικά
επεξεργασία- Θρακομακεδόνες (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία θρακομακεδόνας
|