θηλορραγία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θηλορραγία < θηλ(η) + -ο- + -ρραγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
θηλορραγία θηλυκό
- αιμορραγία της θηλής
Μεταφράσεις επεξεργασία
θηλορραγία
|