θερμαισθησία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θερμαισθησία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
θερμαισθησία θηλυκό
- η ικανότητα αντίληψης των αλλαγών της θερμοκρασίας
Ταυτόσημο επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
θερμαισθησία
|