↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θερμοαίσθηση οι θερμοαισθήσεις
      γενική της θερμοαίσθησης* των θερμοαισθήσεων
    αιτιατική τη θερμοαίσθηση τις θερμοαισθήσεις
     κλητική θερμοαίσθηση θερμοαισθήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, θερμοαισθήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θερμοαίσθηση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θερμοαίσθηση θηλυκό[1]

→ δείτε τη λέξη θερμαισθησία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2008). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Εʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)