Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θεατρίνα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
θεατρίν
α
οι
θεατρίν
ες
γενική
της
θεατρίν
ας
των
θεατρίν
ων
αιτιατική
τη
θεατρίν
α
τις
θεατρίν
ες
κλητική
θεατρίν
α
θεατρίν
ες
Κατηγορία
όπως «
ελπίδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
θεατρίνα
<
θεατρίνος
+ κατάληξη θηλυκού
-ίνα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
θεατρίνα
θηλυκό
(
αρσενικό
θεατρίνος
)
(
επάγγελμα
) (
συχνά μειωτικό
) γυναίκα
ηθοποιός
η
υποκρίτρια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θεατρίνα
γαλλικά
:
actrice
(fr)