↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θαλάσσερμα τα θαλασσέρματα
      γενική του θαλασσέρματος των θαλασσερμάτων
    αιτιατική το θαλάσσερμα τα θαλασσέρματα
     κλητική θαλάσσερμα θαλασσέρματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θαλάσσερμα < σύνθετη από τις θάλασσα + έρμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θαλάσσερμα ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος) θαλασσινό νερό που γεμίζει δεξαμενές ενός πλοίου ή υποβρυχίου προκειμένου να επιτευχθεί η σταθερότητα του πλοίου ή η κατάδυση του υποβρυχίου.
  2. η δεξαμενή την οποία γεμίζει το προαναφερθέν νερό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία