θαλάσσερμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαθαλάσσερμα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) θαλασσινό νερό που γεμίζει δεξαμενές ενός πλοίου ή υποβρυχίου προκειμένου να επιτευχθεί η σταθερότητα του πλοίου ή η κατάδυση του υποβρυχίου.
- η δεξαμενή την οποία γεμίζει το προαναφερθέν νερό
Μεταφράσεις
επεξεργασία θαλάσσερμα
|