ηχομιμία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ηχομιμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική echomimia < αρχαία ελληνική ἠχώ + μίμησις
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ηχομιμία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ηχομιμία
|