ηπατοκήλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ηπατοκήλη | οι | ηπατοκήλες |
γενική | της | ηπατοκήλης | — | |
αιτιατική | την | ηπατοκήλη | τις | ηπατοκήλες |
κλητική | ηπατοκήλη | ηπατοκήλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ηπατοκήλη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαηπατοκήλη θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηπατοκήλη