Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ημιμόριο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ημιμόρι
ο
τα
ημιμόρι
α
γενική
του
ημιμορί
ου
&
ημιμόρι
ου
των
ημιμορί
ων
αιτιατική
το
ημιμόρι
ο
τα
ημιμόρι
α
κλητική
ημιμόρι
ο
ημιμόρι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ημιμόριο
<
ημι-
+
-μόριο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ημιμόριο
ουδέτερο
το μισό
μέρος
ενός
σώματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ημιμόριο