ημίψηλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ημίψηλο | τα | ημίψηλα |
γενική | του | ημίψηλου | των | ημίψηλων |
αιτιατική | το | ημίψηλο | τα | ημίψηλα |
κλητική | ημίψηλο | ημίψηλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαημίψηλο ουδέτερο
- παλαιότερος τύπος επίσημου καπέλου με ψηλό κυλινδρικό σώμα