Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηλιολατρεία οι ηλιολατρείες
      γενική της ηλιολατρείας των ηλιολατρειών
    αιτιατική την ηλιολατρεία τις ηλιολατρείες
     κλητική ηλιολατρεία ηλιολατρείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηλιολατρεία < ἡλιολατρεία. Μορφολογικά αναλύεται σε ηλιο- + -λατρεία. Πιθανότατα πρώτη αναφορά το 1630, στην Encyclopaedia septem tomis distincta του Johann Heinrich Alsted[1] και στη συνέχεια αναφορά στον τίτλο του έργου: «ΗΛΙΟΛΑΤΡΕΙΑ, hoc est, Exercitatio philologica I. De Solis Cultu, Gentilibus, Judæis et hæreticis nonnullis usitato, etc» του Heinrich Lübbert το 1672[2].

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ηλιολατρεία θηλυκό

  • (θρησκεία) η λατρεία του ήλιου
    ※  Απὸ τὶς τελετουργίες τῆς φωτιᾶς, συμβολιστικὲς τῆς ἡλιολατρείας, περισώζονται στὴν ἐποχή μας , οἱ διάφορες τελετὲς μὲ τ ̓ ἀναμμένα κεριὰ (θρησκευτικὲς καὶ κοινωνικές) (Ευάγγελος Ευαγγελίου. Πυροβασία και Αναστενάρηδες: Το έθιμο και οι βασικές επιστημονικές ερμηνείες της ακαΐας, 1978, σελ. 19)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία