Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ηλιανθόμελο τα ηλιανθόμελα
      γενική του ηλιανθόμελου των ηλιανθόμελων
    αιτιατική το ηλιανθόμελο τα ηλιανθόμελα
     κλητική ηλιανθόμελο ηλιανθόμελα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηλιανθόμελο < ηλίανθος + μέλι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ηλιανθόμελο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία