Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ηλιανθόμελο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ηλιανθόμελ
ο
τα
ηλιανθόμελ
α
γενική
του
ηλιανθόμελ
ου
των
ηλιανθόμελ
ων
αιτιατική
το
ηλιανθόμελ
ο
τα
ηλιανθόμελ
α
κλητική
ηλιανθόμελ
ο
ηλιανθόμελ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ηλιανθόμελο
<
ηλίανθος
+
μέλι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ηλιανθόμελο
ουδέτερο
το μέλι που παράγεται (συλλέγουν οι
μέλισσες
) από
ηλίανθους
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ηλιανθόμελο