ηλεκτροακουστική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ηλεκτροακουστική | ||
γενική | της | ηλεκτροακουστικής | ||
αιτιατική | την | ηλεκτροακουστική | ||
κλητική | ηλεκτροακουστική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ηλεκτροακουστική θηλυκό
- τεχνική που συνδέει την ακουστική με τον ηλεκτρισμό με σκοπό τη δημιουργία συσκευών όπως το μικρόφωνο, το ηχείο, το συνθεσάιζερ, κ.α.
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ηλεκτροακουστική
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
ηλεκτροακουστική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ηλεκτροακουστικός