Ετυμολογία

επεξεργασία
électroacoustique < électro- + acoustique

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
électroacoustique électroacoustiques

électroacoustique (fr) θηλυκό

  1. ηλεκτροακουστική


  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
électroacoustique électroacoustiques

électroacoustique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ηλεκτροακουστικός