électroacoustique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- électroacoustique < électro- + acoustique
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
électroacoustique | électroacoustiques |
électroacoustique (fr) θηλυκό
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
électroacoustique | électroacoustiques |
électroacoustique (fr) αρσενικό ή θηλυκό