ζυθοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζυθοποίηση | οι | ζυθοποιήσεις |
γενική | της | ζυθοποίησης* | των | ζυθοποιήσεων |
αιτιατική | τη | ζυθοποίηση | τις | ζυθοποιήσεις |
κλητική | ζυθοποίηση | ζυθοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ζυθοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζυθοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ζυθοποιώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζυθοποίηση
|